- γαλουχούμαι
- γαλουχούμαι, γαλουχήθηκα, γαλουχημένος βλ. πίν. 74——————Σημειώσεις:γαλουχούμαι : σε μη επίσημο ύφος λόγου κλίνεται και κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59
) (γαλουχιέμαι).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.